Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Η προσαρμογή της γλωσσικής διδασκαλίας στα δεδομένα και τις ανάγκες της ομάδας - στόχου (Τσιγγανοπαίδων)

 

Μια από τις σημαντικότερες διαπιστώσεις της σύγχρονης γλωσσολογίας είναι ότι η γλώσσα δεν αποτελεί ένα ομοιόμορφο και συμπαγές σύνολο αλλά. αντιθέτως, ένα πολυεπίπεδο, πολύπλοκο και ευλύγιστο μέσο επικοινωνίας το οποίο διαφοροποιείται υπό την επίδραση ποικίλων εξωγλωσσικών παραμέτρων (π.χ. ποιοι, πότε. πού, πώς και για ποιο σκοπό επικοινωνούν) που συνιστούν το λεγόμενο καταστασιακό περιβάλλον περίσταση επικοινωνίας). Αυτές οι διαφοροποιημένες μορφές ή επίπεδα εναλλακτικής χρήσης των γλωσσικών στοιχείων που εμφανίζονται στο εσωτερικό ενός και του αυτού κώδικα επικοινωνίας, αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των φυσικών γλωσσών που είναι γνωστό με τον όρο γλωσσική ποικιλία.

Η διαπίστωση του φαινομένου της γλωσσικής ποικιλίας μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γλωσσική διδασκαλία η οποία συνιστά διαδικασία κοινωνικού - γλωσσικού τύπου και επικοινωνιακής μορφής πράξη, δεν μπορεί να έχει τον χαρακτήρα μιας συνταγής ή ενός τελετουργικού το οποίο εφαρμόζεται παντού και πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, αλλά είναι αναγκαίο να προσαρμόζεται στα δεδομένα του εκάστοτε περιβάλλοντος, στο πλαίσιο του οποίου και συντελείται

Αντιμετωπίζοντας λοιπόν υπαυτό το πρίσμα το θέμα της διδασκαλίας της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας και λαμβάνοντας υπόψη την τεράστια ποικιλία των περιβαλλόντων στα οποία θα μπορούσε αυτή να τοποθετηθεί, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο διδάσκων δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει σωστά το μάθημα του εκ των προτέρων, χωρίς δηλαδή να έχει πλήρη γνώση των συγκεκριμένων δεδομένων και συνθηκών υπό τις οποίες πρόκειται να διεξαχθεί η διδακτική διαδικασία.

Κατά συνέπεια, ένας διδάσκων ο οποίος θα κληθεί να διδάξει την Ελληνική ως δεύτερη (ή ξένη) γλώσσα, προτού προγραμματίσει την κατανομή της ύλης και σχεδιάσει τη διδασκαλία των επιμέρους διδακτικών ενοτήτων, θα πρέπει να έχει απαντήσει στα ακόλουθα ερωτήματα:

(α) Ποιοι είναι οι μαθητές στους οποίους απευθύνομαι; (π.χ. ηλικία, εθνικότητα, κοινωνική ομάδα, μητρική γλώσσα, βαθμός γνώσης της Ελληνικής, ομοιογενής ή ανομοιογενής γλωσσικά τάξη κλπ.).

(β) Ποιο είναι οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μέσα. στο οποίο ζουν: (π.χ. Δομή και οργάνωση της οικογένειας. Οι μαθητές ζουν σε πόλη, χωριό, τουριστική ή αγροτική, ανεπτυγμένη ή υποβαθμισμένη περιοχή κλπ.).

(γ) Ποια είναι τα. ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτιστικά δεδομένα της κοινότητας ή της ομάδας στην οποίο, ανήκουν οι μαθητές μου;

(δ) Ποια είναι γενικά η στάση της κοινότητας αυτής απέναντι στην Ελληνική γλώσσα;

(ε) Για ποιο λόγο σπουδάζουν ή απαιτείται να μάθουν οι συγκεκριμένοι μαθητές την Ελληνική γλώσσα;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα μας οδηγήσει κατευθείαν στη γνώση των δεδομένων του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης (ή ξένης) γλώσσας. Όπως είναι φυσικό, τόσο ο σχεδιασμός του μαθήματος, όσο επίσης η επιλογή της μεθόδου, των τεχνικών διδασκαλίας, του συμπληρωματικού διδακτικού υλικού και των εποπτικών μέσων διδασκαλίας θα εξαρτηθούν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από τα συγκεκριμένα αυτά δεδομένα τα οποία πρέπει να είναι γνωστά στον διδάσκοντα.

 

 

Στην περίπτωση μας, επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και δεδομένα των Τσιγγανοπαίδων, θα σημειώναμε τα εξής:

  1. Πρόκειται για μαθητές που ανήκουν στην κοινωνική ομάδα των Τσιγγάνων, Οι μαθητές αυτοί μιλούν τη δική τους μητρική γλώσσα (η οποία έχει μόνο προφορική μορφή) και δεν κατέχουν επαρκώς την Ελληνική, με αποτέλεσμα να μην διαθέτουν επικοινωνιακή επάρκεια ακόμη και σε συνήθεις για τους φυσικούς ομιλητές περιστάσεις επικοινωνίας. Η έλλειψη επικοινωνιακής επάρκειας στην Ελληνική γλώσσα οφείλεται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη ομάδα δεν έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση και, κατά συνέπεια, τα μέλη της αδυνατούν να ενταχθούν ομαλά στην κοινωνική ζωή. αφού, ως γνωστόν, το σχολείο συνιστά τον σημαντικότερο μηχανισμό κοινωνικής ένταξης.
  2. Πολλοί είναι οι λόγοι που οδηγούν την κοινότητα των Τσιγγάνων σε αποκλεισμό από το εκπαιδευτικό σύστημα. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι οι ακόλουθοι:

v     Ο τρόπος ζωής που επιβάλλει στα μέλη της ομάδας αυτής συχνές μετακινήσεις και τους απομονώνει από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα.

v     Η πολιτισμική ιδιαιτερότητα που παραπέμπει σε ένα διαφορετικό αξιακό σύστημα το οποίο δυσχεραίνει την εναρμόνιση τους με τον τρόπο λειτουργίας και τους θεσμούς της περιβάλλουσας κοινωνίας.

v     Η κρατούσα αντίληψη στο οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της ομάδας (όπου υπάρχει αναλφαβητισμός και δυσπιστία προς ό,τι απαιτεί τάξη και σχετίζεται με τους επίσημους θεσμούς) ότι το σχολείο δεν αποτελεί πρώτη προτεραιότητα, αλλά προηγούνται ιεραρχικά η εργασία και ο γάμος.

  1. Όλα τα προηγούμενα, σε συνδυασμό με την απουσία συστηματικής και ολοκληρωμένης παρέμβασης εκ μέρους των επίσημων αρχών και των ειδικών, είχαν, κατά το παρελθόν, ως αποτέλεσμα τη συνέχιση του εκπαιδευτικού αποκλεισμού των μελών της εν λόγω κοινότητας και ιδιαιτέρως των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων.
  2. Ορισμένες προσπάθειες που έγιναν στα τελευταία χρόνια (ιδίως μέσω των ΝΕΛΕ και των Πανεπιστημίων) είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των παιδιών της συγκεκριμένης ομάδας που εγγράφηκαν στα σχολεία, χωρίς βεβαίως να είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των παιδιών που δεν έχουν ποτέ εγγραφεί.

 

Ωστόσο, παρά την αύξηση των εγγραφών στα σχολεία, υπάρχουν ακόμα πολλά προβλήματα τα οποία δεν έχουν μέχρι στιγμής αντιμετωπιστεί επαρκώς και τα κυριότερα από αυτά είναι:

v      Η απουσία προσχολικής αγωγής η οποία οφείλεται εν πολλοίς και στην αρνητική στάση της τσιγγάνικης οικογένειας.

v      Οι συχνές  απουσίες των   μαθητών που  σχετίζονται με τον  τρόπο  ζωής των Τσιγγάνων και οδηγούν στη διακοπή της φοίτησης τους στο σχολείο.

v      Η συνύπαρξη στην ίδια τάξη μαθητών διαφόρων ηλικιών, γεγονός που δημιουργεί ποικίλων ειδών παιδαγωγικά προβλήματα και δυσκολίες αντιμετώπισης.

v      Οι διαφοροποιημένες μαθησιακές ανάγκες των Τσιγγανοπαίδων σε σχέση με τις αντίστοιχες ανάγκες των υπολοίπων μαθητών.

v      Η έλλειψη ενημέρωσης των γονέων Τσιγγάνων για τη σημασία της εκπαίδευσης γεγονός που οδηγεί σε πλήρη αδιαφορία σχετικά με το θέμα αυτό.

v      Η έλλειψη ενημέρωσης και η ανεπαρκής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε θέματα εκπαίδευσης Τσιγγανοπαίδων.

 

v      Η έλλειψη ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της τοπικής κοινωνίας σχετικά με το πρόβλημα, γεγονός που έχει ως συνέπεια μια αρνητική στάση απέναντι στο θέμα της αποδοχής των Τσιγγανοπαίδων και της φοίτησης τους στα σχολεία που φοιτούν και οι άλλοι μαθητές.

v      Απουσία   μιας   γενικότερης   προσπάθειας   που   να   οδηγεί   στην   αποδοχή   της αντίληψης ότι η τσιγγάνικη κουλτούρα αποτελεί οργανικό τμήμα της ευρύτερης ελληνικής κουλτούρας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχουμε εκθέσει μέχρι στιγμής, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η προσαρμογή της γλωσσικής διδασκαλίας στα ιδιαίτερα δεδομένα και τις συγκεκριμένες ανάγκες της ομάδας - στόχου συνιστά ένα πολύπλοκο ζήτημα, υπό την έννοια ότι συμπλέκεται με ποικίλους παράγοντες τόσο εκπαιδευτικούς, όσο και ευρύτερα κοινωνικούς. Αυτό σημαίνει ότι για την επιτυχία της γλωσσικής διδασκαλίας σε Τσιγγανόπαιδες απαιτείται η εξασφάλιση μιας σειράς ειδικών προϋποθέσεων, οι κυριότερες από τις οποίες είναι, κατά την άποψη μας, οι ακόλουθες:

(α) Ο ακριβής καθορισμός των στόχων του μαθήματος.

Είναι φυσικό ότι το τεράστιο φάσμα των παραγόντων που σχετίζονται με τη γλωσσική διδασκαλία, υποχρεώνει τον διδάσκοντα να προγραμματίζει και να σχεδιάζει λεπτομερώς το μάθημα του τόσο στο επίπεδο του ολικού που θα χρησιμοποιήσει, όσο επίσης και στο επίπεδο των μεθόδων και των τεχνικών που θα εφαρμόσει.  Αυτό σημαίνει ότι ο διδάσκων οφείλει να ξεκαθαρίσει με σαφήνεια εξ αρχής, τι ακριβώς επιδιώκει με τη διδασκαλία του μαθήματος γενικότερα, αλλά και τι θα επιδιώξει επίσης με τη διδασκαλία της κάθε επιμέρους ενότητας προβαίνοντας σε έναν αναλυτικό σχεδιασμό της όλης πορείας που θα ακολουθήσει.

Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μη διδάσκει με πρόχειρο, ανοργάνωτο και, επομένως, τυχαίο τρόπο το μάθημα του, αλλά σε κάθε δεδομένη στιγμή να γνωρίζει σε ποιο σημείο της διδακτικής διαδικασίας βρίσκεται, τι κάνει, τι επιδιώκει με αυτό που κάνει (τόσο σε σχέση με τη συγκεκριμένη διδακτική ενότητα όσο και με το σύνολο της ύλης), άρα και πώς θα το αντιμετωπίσει.

(β) Η Προσαρμογή της διδασκαλίας στα δεδομένα του συγκεκριμένου μαθητικού κοινού στο οποίο κάθε φορά απευθυνόμαστε.

Σύμφωνα με την κρατούσα σήμερα αντίληψη στον χώρο της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας τόσο η επιλογή του υλικού, όσο επίσης η μέθοδος και οι στρατηγικές διδασκαλίας εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους μαθητές στους οποίους απευθυνόμαστέ (τόσο ως σύνολο, όσο και ατομικά) και οι οποίοι είναι δυνατόν να διαφοροποιούνται ως προς την ηλικία, τις γνώσεις, την καταγωγή, τα ενδιαφέροντα. την ευφυΐα, τον βαθμό κατοχής της γλώσσας κλπ. Η εξατομικευμένη διδασκαλία και η υιοθέτηση διδακτικών τεχνικών προσανατολισμένων προς το επικοινωνιακό μοντέλο προϋποθέτουν ανίχνευση, μελέτη και «χαρτογράφηση» του μαθητικού δυναμικού και των ιδιαίτερων δεδομένων της τάξης στην οποία πρόκειται να διεξαχθεί το γλωσσικό μάθημα.

(γ) Η αξιοποίηση του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν οι μαθητές μας.

Ένας από τους παράγοντες που επίσης πρέπει να επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές των διδασκόντων σχετικά με το υλικό και τις τεχνικέ: διδασκαλίας του γλωσσικού μαθήματος είναι και η γνώση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν και από το οποίο αντλούν τις εμπειρίες τους οι μαθητές μας. Πιο συγκεκριμένα, τα δεδομένα του οικογενειακού, του σχολικού και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος των μαθητών μας (που αποτελεί τον κόσμο τους και το κεντρικό σημείο αναφοράς τους) σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, τον χαρακτήρα και τα ατομικά γνωρίσματα του καθενός, μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμα και πολύ αποτελεσματικά, εφόσον αξιοποιηθούν κατάλληλα κατά τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή του γλωσσικού μαθήματος.

 

(δ) Το πρόβλημα της σωστής χρήσης και δημιουργικής αξιοποίησης του διδακτικού υλικού.

Ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να επανεξεταστεί και να τοποθετηθεί σε νέες βάσεις είναι και ο τρόπος χρήσης των διδακτικών εγχειριδίων. Στη χώρα μας. η παραγωγή διδακτικού υλικού που ν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές των επίσημων αναλυτικών προγραμμάτων είναι έργο και ευθύνη της κεντρικής διοίκησης. Το υλικό αυτό περιλαμβάνεται συνήθως σε ένα και μοναδικό εγχειρίδιο το οποίο και αποτελεί την πλέον έγκυρη αλλά και τη μοναδική πηγή γνώσης για το συγκεκριμένο μάθημα. Κατά συνέπεια, με τη διδασκαλία του μαθήματος, όπως τουλάχιστον αυτό γινόταν στο παρελθόν, επιχειρούνταν η εκμάθηση ή η αποστήθιση της ύλης που περιέχονταν στο αντίστοιχο διδακτικό εγχειρίδιο και όχι η δημιουργική κατάκτηση της. Υπό τις συνθήκες αυτές, αλλοιώνονταν αισθητά ο χαρακτήρας του γλωσσικού μαθήματος, το οποίο αντί να παίρνει τη μορφή μιας ζωντανής δραστηριότητας, μετατρέπονταν σε μια τυποποιημένη, ανούσια και μηχανική διαδικασία.

Οι σύγχρονες επιστημονικές εξελίξεις συντείνουν στην άποψη ότι το διδακτικό εγχειρίδιο πρέπει να δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, το σωστό κλίμα και να παρέχει τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες ο διδάσκων θα οργανώνει ελεύθερα την πορεία προς την κατάκτηση του αντικειμένου. Χα αποτελεί τον οδηγό και το γενικό πλαίσιο αναφοράς, όχι όμως και τη μοναδική πηγή γνώσης, πράγμα που το μεταβάλλει σε « προκρούστεια κλίνη », αφού στόχος δεν είναι πλέον η μελέτη και η αποστήθιση του βιβλίου αλλά η λειτουργική κατάκτηση της γνώσης που περιέχεται σ αυτό. Θα λέγαμε γενικά ότι για τη σύγχρονη διδακτική της γλώσσας το εγχειρίδιο αποτελεί μία από τις πολυάριθμες πηγές άντλησης γλωσσικού υλικού και η ιδιαίτερη αξία του έγκειται στο γεγονός ότι λειτουργεί ως πλαίσιο, ως γενικός δείκτης που υποδεικνύει και διευκολύνει τις διαδικασίες για τη δημιουργική κατάκτηση της γλώσσας. Επομένως, ο σχεδιασμός του γλωσσικού μαθήματος, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση των Τσιγγανοπαίδων, είναι αναγκαίο να κινείται και πέρα από τα στενά όρια του οποιουδήποτε εγχειριδίου ή δεδομένου υλικού (το οποίο έχει πρωτίστως ρόλο ενδεικτικό) και, συμπληρωματικά, να περιλαμβάνει ποικίλα αυθεντικά τμήματα λόγου (προφορικά και γραπτά) τα οποία αποτελούν προϊόντα πραγματικών περιστάσεων επικοινωνίας, καθώς επίσης και να προβλέπει δραστηριότητες, εργασίες, ενασχολήσεις, παιχνίδια και καταστάσεις επικοινωνίας που θα ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα και τις εμπειρίες του συγκεκριμένου κάθε οορά μαθητικού κοινού στο οποίο απευθυνόμαστε, με στόχο να καθίσταται το μάθημα ζωντανό, ευχάριστο και ελκυστικό.

(ε) Η καλλιέργεια αισθημάτων βεβαιότητας και αυτοεκτίμησης.

Ένας βασικός παράγοντας για την επιτυχία είναι, ως γνωστόν, η πίστη του ατόμου στις δυνάμεις και τις ικανότητες του, η οποία οδηγεί με τη σειρά της στην ανάπτυξη ενός αισθήματος βεβαιότητας, ασφάλειας και αυτοεπιδοκιμασίας.. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης οδηγεί αντιθέτως σε κατάσταση ανασφάλειας. σε φοβία και πολύ συχνά σε αυτοαπόρριψη.

 

Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ύπαρξη ενός αισθήματος αυτοσεβασμού και αυτοεκτίμησης συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την ομαλή ένταξη των Τσιγγανοπαίδων στο σχολείο, όσο και για την επιτυχία του γλωσσικού μαθήματος ειδικότερα. Οι μαθητές που δεν κατέχουν επαρκώς την Ελληνική, κατέχονται συνήθως από αίσθημα ανασφάλειας και μειονεξίας έναντι των υπολοίπων. Αν σ' αυτό προστεθούν και ειρωνικά σχόλια εκ μέρους του διδάσκοντος ή των συμμαθητών τους, το γεγονός θα οδηγήσει σε περαιτέρω περιθωριοποίηση τους με πιθανό αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των σπουδών τους. Σχετικά με το θέμα αυτό πρέπει να τονίσουμε τον καταλυτικό ρόλο του διδάσκοντος, ο οποίος πρέπει να δημιουργεί στην τάξη του το απαιτούμενο κλίμα, ώστε οι μαθητές του να αισθάνονται οικειότητα και θαλπωρή και να διακατέχονται από αισθήματα ασφάλειας και εμπιστοσύνης στον εαυτό τους, ενώ ταυτόχρονα θα είναι φιλικοί και ανεκτικοί προς τους συμμαθητές τους. Αυτό το τελευταίο σημαίνει βεβαίως ότι ο διδάσκων πρέπει να καλλιεργεί στην τάξη πνεύμα αποδοχής της διαφορετικότητας και συνθήκες συνεργατικότητας, αλληλεγγύης, ευγενούς άμιλλας και αλληλοβοήθειας και όχι διάθεση ανταγωνισμού, ατομικής προβολής ή επίδειξης.

Ο μαθητής που θα δημιουργήσει την εντύπωση ότι το έργο που αναλαμβάνει είναι ανώτερο των δυνάμεων του ή ότι η σχολική τάξη στην οποία ανήκει τον μειώνει και τον υποτιμά, είναι βέβαιο ότι θα εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια και θα αποτύχει. Από το άλλο μέρος, είναι γνωστό ότι μια επιτυχής απάντηση ή η σωστή εκτέλεση μιας οποιασδήποτε άσκησης ή εργασίας αποτελεί παράγοντα που ενδυναμώνει την αυτοεκτίμηση και συμβάλλει επομένως στη δημιουργία της αυτοπεποίθησης. Για τον λόγο αυτόν, ο διδάσκων από το ένα μέρος πρέπει να επισημαίνει και να επαινεί καθημερινά οποιαδήποτε επιτυχή προσπάθεια των μαθητών του ενισχύοντας έτσι το αίσθημα του αυτοσεβασμού και της αυτό εκτίμηση ς, ενώ από το άλλο, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαιτερότητες της ομάδας - στόχου, να καταφεύγει σε μορφές μαθητοκεντρικής και εξατομικευμένης διδασκαλίας, έτσι ώστε οι απαιτήσεις του μαθήματος να ανταποκρίνονται τόσο στα συγκεκριμένα δεδομένα της εν λόγω ομάδας (τα μέλη της οποίας συνήθως δεν φοιτούν κανονικά), όσο και στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και τις δυνατότητες του κάθε συγκεκριμένου μαθητή, προχωρώντας πάντοτε από το απλό και γνωστό προς το δυσκολότερο και άγνωστο.

 

 

πίσω