ΟΙ ΡΟΜ  ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

Η ιστορία

 

Οι Ρομ της Ελλάδας, εγκαταστημένοι ή μετακινούμενοι, αποτελούν ένα μέρος των Ρομ που  ζουν σε όλη σχεδόν  την  υφήλιο. Άρχισαν να πρωτοεμφανίζονται σε περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας γύρω στον 11ο αι. και στο σημερινό ελληνικό χώρο γύρω στο 14ο με 15ο αι. μ.Χ.. 'Εκτοτε ζουν σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου, από τη Θράκη έως την Κρήτη, οργανωμένοι σε προσωρινούς ή μόνιμους οικισμούς, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες αντιλήψεις τους και την ιδιαίτερη κοινωνική τους δομή, και εξαρτούν τις οικονομικές τους δραστηριότητες από τις ανάγκες της αγοράς που παρουσιάζονται στην περιβάλλουσα αυτούς κοινωνία. 

. Η εικόνα που έδωσε η μελέτη των διαλέκτων της ρομανί για την πορεία των Ρομ σε συνδυασμό με ορισμένες -πολύ λίγες- ιστορικές πηγές μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε  με κάποια σχετική βεβαιότητα την εποχή που εμφανίστηκαν στον ελληνικό χώρο. Η πρώτη ιστορική μαρτυρία προέρχεται από ένα γεωργιανό συναξάρι με τίτλο «Βίος του Αγίου Γεωργίου του Αθωνίτη» που γράφτηκε το 1068 μ.Χ. στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Στο κείμενο αυτό ονομάζονται Adsincani και παρουσιάζονται ως κακούργοι και απόγονοι του μάγου Σίμωνα. Αναφέρεται μάλιστα ότι το 1059 μ.Χ. εντυπωσίασαν το βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο, γιατί κατάφεραν να εξολοθρεύσουν τα άγρια θηρία που κατέστρεφαν τα ζώα που υπήρχαν στο βασιλικό δάσος. Αναφέρονται και από βυζαντινούς συγγραφείς που έζησαν μεταξύ του 13ου και 14ου αι. (Θεόδωρος Βαλσαμών, πατριάρχης Αθανάσιος ο 1ος, Ιωσήφ Βρυέννιος) ως μάγοι και προφήτες. Ένας Φραγκισκανός μοναχός, ο Simon Simeonis, αναφέρει το 1322 ότι ομάδα Ρομ  εγκαταστάθηκε σε σπηλιές και σε σκηνές αραβικού τύπου κοντά στο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης (Liègeois 1994:18) . Λίγα χρόνια αργότερα (1381 μ. Χ.) ιδρύθηκε το φέουδο των Τσιγγάνων (Feudun Acinganorum), το οποίο ήταν πλούσιο και διατηρήθηκε έως το 19ο αι. Το 1384, όπως αναφέρεται από ανώνυμο περιηγητή, ήταν εγκαταστημένοι έξω από τη Μεθώνη, στην Πελοπόννησο, ενώ την ίδια εποχή (1397) οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι Ρομ βρίσκονταν εγκαταστημένοι στο Ναύπλιο, τους οποίους μάλιστα ο Ενετός διοικητής τους παραχώρησε προνόμια. Αρχηγός τους ήταν κάποιος Johannes Cinganus. Όπως φαίνεται, μετά από μια έξαρση των μετακινήσεων του πρώτου μεταναστευτικού ρεύματος προς τον ελληνικό χώρο και από εδώ προς τη βόρεια και δυτική Ευρώπη, που συνέβη μεταξύ 15ου και 16ου αι., οι ομάδες των Ρομ μείωσαν τις μετακινήσεις τους και άρχισαν να  δημιουργούν μόνιμες εγκαταστάσεις. Στον ελληνικό χώρο εγκαταστάθηκαν κυρίως σε αγροτικές περιοχές της Πελοποννήσου, της Κέρκυρας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης.

Η ποικιλία των εθνών που ήταν εγκαταστημένα στον ελληνικό χώρο κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η πολιτισμική γειτνίαση με τους πληθυσμούς αυτούς και η υφιστάμενη νομαδική ζωή λόγω της ύπαρξης των μετακινούμενων κτηνοτροφικών πληθυσμών προσέφερε στους Ρομ ένα χώρο κατάλληλο για τη διαμονή τους και την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εμφανίστηκε ένα δεύτερο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Ρομ στην Ελλάδα που προερχόταν από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης (Ιωαννίδου 1990:436). Ορισμένες ομάδες Ρομ χρησιμοποιούν πολλά στοιχεία από τη ρουμανική γλώσσα ή την αλβανική. Πόκειται προφανώς για ομάδες που μετακινήθηκαν από τη Ρουμανία και την Αλβανία τόσο στις αρχές του 20ου αι. όσο και πρόσφατα.

 

 

 

Σήμερα ο αριθμός των Ρομ που ζουν στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 160 -200 χιλιάδες άτομα (Liègeois 1994:34), ενώ σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς δεν ξεπερνά τα 100-120 χιλιάδες άτομα. Οι περιοχές στις οποίες είναι μόνιμα εγκαταστημένοι ή εγκαθίστανται περιοδικά είναι πολλές. Μερικές από αυτές; στις οποίες υπάρχει συγκέντρωση μεγάλου πληθυσμού είναι οι παρακάτω: Αθήνα (Αγ.Βαρβάρα, Λιόσια, Ζεφύρι, Ασπρόπυργος κ.α. ), Θεσσαλονίκη (Δενδροπόταμος, Ελευθέριο-Κορδελιό, Εύοσμος, Μενεμένη, Νυμφόπετρα κ.α.), Αγρίνιο, Αλεξάνδρεια Ημαθίας, Αλεξανδρούπολη, Αμαλιάδα, Άμφισσα, Γαστούνη, Διδυμότειχο, Εξαμίλι Κορινθίας, Θήβα, Κάτω Αχαϊα, Κομοτηνή (Ήφαιστος), Μεσολόγγι, Νέα Αλικαρνασσός Ηρακλείου, Νέα Ιωνία Μαγνησίας, Ξάνθη (Πούρναλικ, Γενισέα, Γκαζχανέ, Δροσερό κ.α.), Ορχομενός, Σάππες, Σέρρες (Ν. Ηράκλεια, Φλάμπουρο κ.α.), Σοφάδες, Φάρσαλα, Φλώρινα, Χίος. Το σύνολο των Ρομ της Ελλάδας δεν αποτελεί μια ενιαία εθνικοπολιτισμική και γλωσσική οντότητα. Οι μεταξύ τους διαφοροποιήσεις είναι πολλές και αφορούν τις χώρες προέλευσης (Ρουμανία, Αλβανία, Τουρκία κ.ά.), το βαθμό αφομοίωσής τους από την ελληνική κοινωνία, τη θρησκεία (Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι), τη μορφή της γλώσσας που μιλούν, το βαθμό εγκατάστασης (εγκαταστημένοι ή μετακινούμενοι) κ.ά. Όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις είναι φυσικό να δημιουργούν επιφυλάξεις για μια ενιαία και λεπτομερή επιστημονική προσέγγιση κάποιων τομέων της ζωής και του πολιτισμού των Ρομ. Γι' αυτό μια περιγραφή των Ρομ της Ελλάδας υποχρεώνει τον ερευνητή να περιοριστεί στα στοιχεία που παρουσιάζονται χωρίς μεγάλες διαφοροποιήσεις σε όλους σχεδόν τους Ρομ που ζουν στην Ελλάδα.

Η μακρόχρονη συμβίωση των Ρομ της Ελλάδας με  τους μη Ρομ 'Ελληνες επέφερε μια  επίδραση πολιτισμικών και ιδεολογικών στοιχείων, η οποία σε μερικές -πολύ λίγες- ομάδες Ρομ υπήρξε εντονότατη, ενώ στις περισσότερες ομάδες παραμένουν κυρίαρχα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας των Ρομ. 'Οσες ομάδες δέχτηκαν την πολιτισμική επίδραση της υπόλοιπης ελληνικής κοινωνίας αφομοιώθηκαν και ακολουθούν τα κοινωνικά πρότυπα και τις αξίες του πολιτισμού που είναι κυρίαρχες στην ελληνική κοινωνία (είδος επαγγέλματος, οικονομικές δραστηριότητες, τρόπος ζωής, εκπαίδευση κτλ.). Οι υπόλοιπες ομάδες, για τις οποίες γίνεται αποκλειστικά λόγος από τα αρμόδια όργανα της ελληνικής πολιτείας και της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, όταν συζητιούνται θέματα ρατσισμού, διαπολιτισμικής εκπαίδευσης κτλ., είναι οι ομάδες εκείνες  που αντιστάθηκαν και συνεχίζουν να αντιστέκονται στην αφομοιωτική επέλαση των πολιτισμικών και άλλων προτύπων της κοινωνίας των μη Ρομ. Η μη συνειδητή αντίσταση των ομάδων αυτών σε επιδράσεις, οι οποίες ενδεχομένως να αλλοιώσουν την ιδιαίτερη πολιτισμική φυσιογνωμία τους, γεννά κάποιες απορίες, οι οποίες είναι δυνατό να ερμηνευτούν με τη γνώση των στοιχείων που συνθέτουν αυτήν τη φυσιογνωμία.

Εκείνο που διαφοροποιεί τους Ρομ από τους υπόλοιπους 'Ελληνες είναι η εμμονή τους στη διαφορετικότητα, που συνίσταται κυρίως στο διαφορετικό τρόπο ζωής και στις διαφορετικές αξίες και ιδεώδη που ενστερνίζονται. Η διαφορετικότητα αυτή βρίσκει την έκφρασή της στα διαφορετικά επαγγέλματα που εξασκούν, στους τόπους που κατοικούν, στα έθιμα, στις αντιλήψεις τους για το ρόλο των φύλων, το γάμο, το χρήμα, την εξουσία και την εκπαίδευση.

 

Πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά

Ο πολιτισμός

 

Η περιγραφή των χαρακτηριστικών του πολιτισμού και της κοινωνικής οργάνωσης ενός λαού αποτελεί συνήθως μια υπόθεση δύσκολη λόγω των μικρών ή μεγάλων διαφορών που παρουσιάζονται μεταξύ των κοινωνικών ομάδων του εν λόγω λαού. Στην περίπτωση των Ρομ της Ελλάδος, όπως και των Ρομ όλου του κόσμου, το εγχείρημα αυτό παρουσιάζει ανυπέρβλητες δυσκολίες που οφείλονται αφενός στην τεράστια ποικιλία των διαφορετικών ομάδων Ρομ και αφετέρου στις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η κάθε ομάδα, οι οποίες οφείλονται στη διαφορετική ιστορία κάθε ομάδας, στη διαφορετική πορεία, στη διαφορετική καταγωγή τους και στη διαφορετική σχέση με την περιβάλλουσα κοινωνία των μη Ρομ αλλά και στα ίδια χαρακτηριστικά που παρουσιάζει η περιβάλλουσα κοινωνία. Ο ερευνητής λοιπόν βρίσκεται απέναντι σε ένα σύνολο δομημένο από διαφορετικές ομάδες με διαφορετικά χαρακτηριστικά που λειτουργούν συμπληρωματικά, διαμορφώνουν την εικόνα ενός συνόλου που διαθέτει ορισμένα κοινά, τηρουμένων των αναλογιών, αλλά και αρκετά ιδιαίτερα κατά ομάδες πολιτισμικά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά είναι η γλώσσα τους, η οποία παρά την τεράστια ποικιλία μορφών που παρουσιάζει και μέσα στα πλαίσια της ελληνικής επικράτειας αποτελεί μια γλώσσα που στη βάση της διατηρεί ένα μίγμα διαλέκτων της βορειοδυτικής Ινδίας του 10ου μ.Χ. αι. και προέρχεται από τα σανσκριτικά. Άλλα κοινά στοιχεία είναι ο έντονος αντικομφορμισμός και η διαφορετική κουλτούρα σε σχέση με τις κοινωνίες που τους περιβάλλουν και η έντονη ποικιλία. Αυτή η ποικιλία αντικατοπτρίζεται και στις ονομασίες που φέρνουν οι διάφορες ομάδες των Ρομ που ζουν στην Ελλάδα, ονομασίες που βασίζονται σε ορισμένα κριτήρια. Έτσι με βάση το κριτήριο της καταγωγής χρησιμοποιούνται ονομασίες, όπως τουρκόγυφτοι (από Τουρκία), Ρουμανόγύφτοι (από Ρουμανία), Γιουνανλία (από την Ιωνία της Μικράς Ασίας) κ.ά. Με κριτήριο το επάγγελμα χρησιμοποιούνται ονομασίες όπως Καζαντζία (χαλκιάδες), Λαουτάρηδες (μουσικοί), Τζαμπάσηδες (ξυλέμποροι) και με κριτήριο τον βαθμό ένταξής τους στην τοπική κοινωνία χρησιμοποιούνται οι ονομασίες Ερλία (εγκατεστημένοι ή ημιεγκατεστημένοι) και Φιτσίρια (περιπλανώμενοι). Με κριτήριο τη γενεαλογική τους καταγωγή χρησιμοποιούνται ονομασίες, όπως Αντώνπαρέσκερε (απόγονοι του Αντών), Νταλιπέ (απόγονοι του Νταλίπη) κ.ά.

Εκτός από τις παραπάνω διακρίσεις μεταξύ των ομάδων υφίστανται και διακρίσεις με κριτήριο τη θρησκεία, το βαθμό εγκατάστασης και τη γλωσσική μορφή που χρησιμοποιούν. Ως προς το πρώτο κριτήριο η πλειονότητα των Ρομ της Ελλάδας είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ενώ ένα μικρό μέρος που ζει κυρίως στη Θράκη είναι Μουσουλμάνοι. Ένα μικρό μέρος επίσης ανήκει στη χριστιανική αίρεση των πιστών της Εκκλησίας της Πεντηκοστής.

Με βάση το κριτήριο του βαθμού εγκατάστασης στη Ελλάδα, υφίστανται τρεις κατηγορίες Ρομ:

α)όσοι είναι εγκαταστημένοι σε κάποιο τόπο και έχουν μόνιμη κατοικία. Οι Ρομ αυτής της κατηγορίας έχουν δεχθεί ένα μικρό ή και μεγάλο βαθμό αφομοίωσης και ακολουθούν συνήθειες και συμπεριφορές της ελληνική κοινωνίας,

β)όσοι είναι ημιεγκαταστημένοι. Οι Ρομ αυτής της κατηγορίας έχουν μόνιμη κατοικία, αλλά πολύ συχνά και για μεγάλα διαστήματα, κυρίως για επαγγελματικούς λόγους (καρποσυλλέκτες μουσικοί κ.ά.) μετακομίζουν σε άλλους τόπους και

γ)οι μετακινούμενοι, οι οποίοι ζουν νομαδική ζωή και κατοικία τους είναι η σκηνή. Με βάση το κριτήριο της γλωσσικής μορφής στην Ελλάδα διακρίνονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στους Βλάχουρα Ρομ Να-βλάχουρα Ρομ. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν κυρίως οι Χριστιανοί Ρομ που ζουν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ενώ στη δεύτερη ανήκουν ομάδες Ρομ που ζουν κυρίως στη Θράκη και στη Δ. Μακεδονία.

Οι διάφορες ονομασίες που αναφέρθηκαν παραπάνω και οι διάφορες ομάδες συγκροτούν μια ποικιλία που υφίσταται λίγο πολύ σε όλες τις κοινωνίες. Η ιδιαιτερότητα της κοινωνίας των Ρομ έγκειται στην έλλειψη μηχανισμού ομογενοποίησης (εκπαίδευση, ΜΜΕ, δημόσια διοίκηση) που υφίσταται στα οργανωμένα κράτη, καθώς και στην έλλειψη ιστορικής μνήμης που αποτελεί στοιχείο αναφοράς με αποτέλεσμα αυτή η ποικιλία να διαιωνίζεται και να διακρίνει τις κοινωνίες των Ρομ από των μη Ρομ. Το χαρακτηριστικό αυτό που έχει, κατά την άποψή μου, δώσει μια δυναμική στην διατήρηση των κοινωνιών των Ρομ είναι ένα σύμφυτο στοιχείο της κουλτούρας τους από το οποίο πηγάζουν συμπεριφορές, εκδηλώσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Το στοιχείο αυτό άλλωστε συνοψίζει όλα τα χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους.

 

Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά – Η διαμονή

 

Ο αριθμός των Ρομ που ζει σήμερα στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, γιατί στις εθνικές απογραφές καταγράφονται ως Έλληνες πολίτες χωρίς καμιά άλλη διάκριση. Οι πρόχειροι υπολογισμοί που έγιναν τα τελευταία χρόνια ανεβάζουν τον αριθμό τους μεταξύ 150 και 250 χιλιάδων. Ο μεγαλύτερος αριθμός των Ρομ της Ελλάδας ζει και κινείται σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, ενώ συμπαγείς οικισμοί και μετακινούμενοι πληθυσμοί Ρομ ζουν σε αρκετές περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Δυτικής κυρίως Πελοποννήσου και στην Δυτική Αττική. Οι εγκατεστημένοι ή ημιεγκαταστημένοι Ρομ έχουν ελληνική υπηκοότητα, εγγράφονται στα δημοτολόγια του Δήμου στον οποίο έχουν την κατοικία τους και απολαμβάνουν τα δικαιώματα και έχουν τις υποχρεώσεις που έχουν όλοι οι Έλληνες πολίτες. Η δυνατότητα αυτή γενικεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ παλιότερα και μέχρι το 1955 δε θεωρούνταν Έλληνες πολίτες, αλλά αλλοδαποί και έβγαζα ειδικό δελτίο ταυτότητος από το Τμήμα Αλλοδαπών.

Οι εγκαταστημένοι Ρομ της Ελλάδος δεν έχουν έναν ιδιαίτερο τύπο κατοικίας ή διαμονής. Άλλοι κατοικούν σε διαμερίσματα (Αγ. Βαρβάρα Αττικής), άλλοι σε παραπήγματα (Ήφαιστος Κομοτηνής), άλλοι σε κλασικές κατοικίες της ελληνικής υπαίθρου (Φλάμπουρο Ν. Σερρών). Οι υπόλοιποι που μετακινούνται για μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα διαμένουν σε ειδικά διασκευασμένα φορτηγά αυτοκίνητα, τα οποία χρησιμοποιούνται και για μεταφορά εμπορευμάτων ή σε κλειστού τύπου ημιφορτηγά αυτοκίνητα ή και σε σκηνές. Η πολύ πρακτική διαμονής σε τροχόσπιτα που συνηθίζεται από τους Ρομ της Δ. Ευρώπης δεν υιοθετήθηκε ποτέ στην Ελλάδα

 

Κοινωνικές αξίες και κοινωνική οργάνωση

 

Οι Ρομ της Ελλάδος, όπως και οι Ρομ που ζουν σε άλλες χώρες, ζώντας κατά κανόνα στο περιθώριο των κοινωνιών που τους φιλοξενούσαν και τους φιλοξενούν, γνωρίζοντας συχνά τη απαξίωση και την εχθρότητα των μη Ρομ και διάγοντας μια νομαδική ζωή διατήρησαν άλλες -ομάδες σε μικρότερο και άλλες σε μεγαλύτερο βαθμό- ορισμένα βασικά πολιτισμικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν κοινωνίες που ζουν σε προφορική παράδοση με συνήθειες της προβιομηχανικής κοινωνίας, που μπορούμε σήμερα να συναντήσουμε σε κοινωνίες της Ασίας και της Αφρικής. Γι’ αυτό οι κοινωνίες των Ρομ της Ελλάδας διαφέρουν αρκετά από την αντιπροσωπευτική ελληνική κοινωνία, η οποία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολουθεί τα πρότυπα της βιομηχανικής κοινωνίας καπιταλιστικού τύπου. Τις διαφορές αυτές μπορεί κανείς να τις διακρίνει εντοπίζοντάς τες πάνω στα εξής τρία δίπολα α) μονιμότητα/προσωρινότητα, β) ιδιωτικό/δημόσιο και γ) ατομικότητα/συλλογικότητα

α) μονιμότητα / προσωρινότητα: τα μέλη της αντιπροσωπευτικής ελληνικής κοινωνίας, όπως και τα μέλη των κοινωνιών δυτικού τύπου, εκλαμβάνουν τη μόνιμη διαμονή σε έναν τόπο ως απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη των κοινωνικών, επαγγελματικών και άλλων δραστηριοτήτων. Αντίθετα, για την πλειονότητα των μελών των κοινωνιών των Ρομ η μετακίνηση και το ταξίδι αποτελούν σύμφυτο ψυχολογικό και κοινωνικό χαρακτηριστικό, γιατί τους δίνει τη δυνατότητα να λειτουργήσουν κοινωνικά και επαγγελματικά. Τους δίνει τη δυνατότητα να φύγουν από ένα εχθρικό περιβάλλον όποτε το θελήσουν, τους δίνει τη δυνατότητα να εργαστούν σε εργασίες με καλύτερες συνθήκες και αποδοχές, να συναντήσουν συγγενείς που βρίσκονται σε διαφορετικούς τόπους να συμμετάσχουν σε γάμους και τελετές και σε τελευταία ανάλυση να γνωρίσουν και άλλες συνήθειες και έθιμα. Λέγεται πως οι Ρομ δεν έχουν ποτέ την αίσθηση της μονιμότητας ακόμη και όταν είναι μόνιμα εγκατεστημένοι.

β) ιδιωτικό / δημόσιο: ο πολίτης των δυτικού τύπου κοινωνιών διακρίνει το ιδιωτικό από το δημόσιο και εντάσσει τις δραστηριότητες του στη σφαίρα του ενός ή του άλλου τομέα. Για τους Ρομ της Ελλάδος τα όρια μεταξύ της σφαίρας του ιδιωτικού και του δημόσιου. είναι ρευστά και σε ορισμένες περιπτώσεις μη οριοθετημένο. Έτσι η καθημερινή ζωή μέσα στο σπίτι (ιδιωτικό) δε διαφέρει από την καθημερινή ζωή έξω από το σπίτι (δημόσιο). Δραστηριότητες και πράξεις που για τους Έλληνες μη Ρομ γίνονται απαραίτητα σε ιδιωτικό χώρο (ύπνος, φαγητό, μαγείρεμα κ.ά.) για τους Ρομ μπορεί να γίνεται και σε δημόσιο χώρο.

γ) ατομικότητα / συλλογικότητα: είναι διαπιστωμένο και επαναλαμβάνεται συχνά ότι οι τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις που συνέβησαν στο δυτικό κόσμο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εκτός των άλλων αλλαγών που επέφεραν ήταν και η αποδυνάμωση του συλλογικού πνεύματος που αποτελούσε χαρακτηριστικό των παραδοσιακών κοινωνιών και η εδραίωση ενός πνεύματος ατομικισμού. Σε αυτό το πνεύμα κινείται σήμερα η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, το οποίο γίνεται περισσότερο εμφανές στα αστικά περιβάλλοντα και λιγότερο στα ημιαστικά και αγροτικά περιβάλλοντα. Ο κάποιος βαθμός συλλογικότητας που υφίσταται ή που δημιουργείται από θεσμοθετημένους φορείς είναι πολύ μικρότερος από τη συλλογικότητα της προπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Οι Ρομ της Ελλάδας που δεν έχουν αφομοιωθεί πλήρως από την ελληνική κοινωνία έχουν έντονη αίσθηση της συλλογικότητας σε τέτοιο βαθμό ώστε το «εμείς» να υπερισχύσει συχνά το «εγώ». Το άτομο νιώθει ότι ανήκει σε μια ομάδα, από την οποία απορρέουν και στοιχεία της ταυτότητάς του, και μια αίσθηση ασφάλειας. Αυτή η συλλογικότητα δημιουργεί μια ενδοομαδική αλληλεγγύη, που σε περιόδους κρίσης με τους μη Ρομ Έλληνες ενισχύεται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συγκρουσιακές συμπεριφορές. Η συλλογικότητα που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες των Ρομ της Ελλάδας δεν αποτελεί απλά μόνο ένα εγγενές ψυχολογικό, ιδεολογικό ή συναισθηματικό χαρακτηριστικό αλλά μια έννοια πάνω στην οποία δομείται η οικογένεια, η συγγενική τους οργάνωση, ο θεσμός του γάμου και ακόμη και η επαγγελματική τους οργάνωση.

Η κοινωνική δομή λοιπόν των Ρομ της Ελλάδας στις περισσότερες των περιπτώσεων στηρίζεται στη γενεαλογική συγγένεια. Συγγενείς θεωρούνται όσοι και όσες ανήκουν στην ίδια φάρα (γένος), στην οποία ανήκουν όλα τα άτομα σε χρονικό βάθος τριών με τεσσάρων γενεών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη, ο οποίος συνήθως είναι άντρας. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι ανήκει στη φάρα της μητέρας. Παλαιότερα που τα επαγγέλματα ήταν κλειστά η φάρα θα μπορούσε να προσδιοριστεί και από το είδος του επαγγέλματος που ασκούσε κανείς. Κάθε φάρα αποτελείται από υποομάδες, οι οποίες προσδιορίζονται από διάφορα κριτήρια, όπως είναι ο αριθμός των μελών, το επάγγελμα, η οικονομική κατάσταση, ο τόπος προέλευσης, η φήμη κ.ά. Στο πλαίσιο της φάρας ορισμένα άτομα που αποκτούν φήμη και οικονομική δύναμη μπορεί να παίξουν το ρόλο του αρχηγού χωρίς αυτό να είναι θεσμοθετημένο από την κοινωνία των Ρομ.   

Οι διαφορές μεταξύ των υποομάδων στο πλαίσιο της φάρας αλλά και μεταξύ των ευρύτερων ομάδων συχνά γίνονται αιτία συγκρούσεων και διαφοροποιήσεων χωρίς όμως να κλονίζεται η αίσθηση ότι ανήκουν όλοι σε μια ευρεία, κοινότητα την κοινωνία των Ρομ.

Η οικογένεια των Ρομ της Ελλάδας είναι αυστηρά πατριαρχική. Γι αυτό ο τόπος εγκατάστασης της οικογένειας προσδιορίζεται από τον τόπο εγκατάστασης του άντρα, ενώ τα αγόρια της οικογένειας απολαμβάνουν γενικά περισσότερα προνόμια από ό,τι τα κορίτσια. Μεταξύ των μελών της οικογένειας υπάρχει συνήθως συνεργασία, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις των πλανόδιων αλλά και εγκαταστημένων εμπόρων είναι οικογενειακές. Στο πλαίσιο αυτού του είδους της πατριαρχικής οργάνωσης της οικογένειας, ο ρόλος της γυναίκας δεν είναι δευτερεύων, γιατί εκτός από τη φροντίδα των παιδιών και τις καθημερινές οικιακές εργασίες, αναλαμβάνει και ένα μέρος εξωτερικής εργασίας είτε ως συνεργάτης του συζύγου της πλανοδίου μικροπωλητή είτε ως καρποσυλλέκτρια είτε ακόμη ως εργάτρια σε βιομηχανία. Η γυναίκα επίσης θεωρείται ότι είναι προστάτης των ιδιαίτερων εθίμων των Ρομ και των παραδόσεων.

Ο γάμος  για τους Ρομ της Ελλάδας θεωρείται τόσο ως τελετή όσο και ως θεσμός πολύ σημαντικό γεγονός, γι’ αυτό περιβάλλεται από μια σωρεία αρχών και τελετουργιών, οι οποίες ακολουθούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές νόρμες, παρά τη μεγάλη διαφοροποίηση που έχει συμβεί την τελευταία πεντηκονταετία στην ελληνική κοινωνία των μη Ρομ .Συνηθίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό να παντρεύονται μεταξύ τους (εθνική ενδογαμία) σε ηλικία που για τα κορίτσια κυμαίνεται γύρω στα 12-13 χρόνια και για τα αγόρια στα 15-17 χρόνια. Συνήθως παντρεύονται άτομα επιλογής των γονιών τους, χωρίς να αποκλείονται και οι εξαιρέσεις. Σε ορισμένες ομάδες Ρομ της Ελλάδας συνηθίζεται ο επονομαζόμενος «αρραβώνας», η δέσμευση δηλαδή των γονιών για γάμο των παιδιών τους από την εποχή ήδη που βρίσκονται αυτά σε νηπιακή ή παιδική ηλικία. Η παρθενία της γυναίκας θεωρείται προϋπόθεση για το γάμο και ελέγχεται την επόμενη της τελετής με συγκεκριμένη διαδικασία και τελετουργία. Σε πολλές ομάδες υφίσταται το έθιμο της εξαγοράς της νύφης από τον πατέρα του γαμπρού αντί μεγάλης χρηματικής αμοιβής ή και άλλης οικονομικής παροχής (σπίτι, αυτοκίνητο κ.ά.).Το νιόπαντρο ζευγάρι συνήθως διαμένει για ένα διάστημα στο σπίτι των γονιών του γαμπρού.

Η τελετή του γάμου κρατά συνήθως 3 μέρες, συμμετέχουν πάρα πολλά άτομα και διανθίζεται με τραγούδια, χορούς, φαγοπότι κ.ά. Πολλά από τα έθιμα του γάμου τα βρίσκουμε και στις γαμήλιες τελετές των μη Ρομ.

Ο γάμος σε τελευταία ανάλυση είναι ο θεσμός μέσα στον οποίο ο νεαρός και η νεαρή Ρομ ενηλικιώνονται και αρχίζουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες της οικογένειας και της κοινωνίας.

Ο γάμος, η επιλογή συντρόφου και η δημιουργία οικογένειας για τους περισσότερους Ρομ της Ελλάδας συνδέεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τις επαγγελματικές και ευρύτερα οικονομικές τους δραστηριότητες, αφού αυτές κατά κανόνα οργανώνονται στο πλαίσιο της στενότερης ή και της ευρύτερης οικογένειας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεταξύ των μελών εκτός από τους οικογενειακούς και οικονομικοί δεσμοί. Εκείνο που διαφοροποιεί τους Ρομ από τους μη Ρομ είναι ότι οι πρώτοι βλέπουν την εργασία και το επάγγελμα ως ανάγκη εξασφάλισης των αναγκαίων υλικών προϋποθέσεων, οι οποίες θα τους επιτρέψουν να εξασφαλίσουν έναν τρόπο ζωής, ο οποίος θα τους παρέχει ελεύθερο χρόνο να ασχολούνται με κοινωνικές υποθέσεις, με διασκέδαση κτλ. Γι’ αυτό συνήθως αποφεύγουν επαγγέλματα μισθωτής εργασίας, που περιορίζουν τον ελεύθερο χρόνο, και δημιουργούν συνθήκες εξάρτησης του εργαζόμενου από εργοδότες, οι οποίοι ανήκουν συνήθως στον κόσμο των μη Ρομ, έναν κόσμο απορριπτικό των Ρομ.

 

Γενικώς τα επαγγέλματα που εξασκούν συνδέονται είτε με το πλανόδιο εμπόριο (μικροπωλητές, έμποροι πανηγυριών, πλανόδιοι έμποροι) είτε με τη συλλογή προϊόντων (καρποσυλλέκτες, συλλέκτες παλιών υλικών κ.ά.) είτε με το θέαμα και τη διασκέδαση (οργανοπαίκτες) είτε ακόμη με την αγροτική εργασία, κυρίως από εγκαταστημένους από χρόνια σε αγροτικές περιοχές και που είναι ιδιοκτήτες γης. Τέλος, ένα μέρος Ρομ που ζουν σε αστικά περιβάλλοντα ασχολούνται με οικοδομικές ή και παρεμφερείς εργασίες. Τα παραδοσιακά επαγγέλματα με τα οποία είναι συνδεμένοι οι Ρομ στη φαντασία των περισσότερων ενήλικων Ελλήνων μέσω της λογοτεχνίας ή μέσω του κινηματογράφου, όπως τα επαγγέλματα του γανωτή, του καλαθοπλέκτη, του μάγου, του εμπόρου αλόγων, του σιδηρουργού ή του χορευτή, δεν τα ασκούν πλέον για τον απλούστατο λόγο ότι έπαψε  να τα έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία και άρα δεν είναι προσοδοφόρα.

Τα τελευταία χρόνια που στην Ελλάδα έχουν έρθει οικονομικοί μετανάστες από διάφορα μέρη του κόσμου και είναι διαθέσιμοι να κάνουν εργασίες παρόμοιες με αυτές που κάνουν οι Ρομ οδηγεί πολλούς από αυτούς στην ανεργία, στην οικονομική εξαθλίωση και στην μεγαλύτερη περιθωριοποίηση.

 

Η θρησκεία

 

Οι Ρομ της Ελλάδας είναι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, στο μεγαλύτερο μέρος Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ενώ ένα μέρος που φτάνει γύρω στο 20% είναι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι κατοικούν κυρίως στη Θράκη, Υπάρχει επίσης ένα πολύ μικρό ποσοστό, άγνωστο σε ποιο βαθμό, που είναι οπαδοί της εκκλησίας της Πεντηκοστής, αίρεση η οποία εξαπλώθηκε ευρύτατα τα τελευταία χρόνια μεταξύ των Ρομ της Ευρώπης.

Χωρίς να είναι διαπιστωμένο με έρευνες θεωρείται από τους θρησκειολόγους και τους ασχολούμενους με τους Ρομ ότι γενικά έχουν μια διαφορετική σχέση με τη λατρεία της θρησκείας τους από ό,τι οι μη Ρομ. Πιο συγκεκριμένα εωρείται ότι η λατρευτική τους συμπεριφορά περιέχει στοιχεία των προγόνων τους ή και δάνεια από τους πολιτισμούς με τους οποίους ήρθαν σε επαφή στη μακρόχρονη πορεία τους.

Οι Ρομ της Ελλάδας θεωρούν ως πιο σημαντικό το μυστήριο της βάφτισης, ενώ λατρεύουν με ιδιαίτερη λαμπρότητα την Παναγία και τον Άγιο Γεώργιο. Στις 23 Απριλίου μάλιστα, γιορτή του Αγίου, γίνονται σε πολλές περιοχές που κατοικούν οι Ρομ εκδηλώσεις οι οποίες συνοδεύονται από σφάξιμο αρνιών, φαγητό, ποτό, τραγούδι, χορό και διασκέδαση. Θεωρείται ότι η γιορτή αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της Άνοιξης και την συνακόλουθη επαφή των Ρομ με τη φύση. Τη γιορτή την ημέρα του Αγ Γεωργίου τη γιορτάζουν με παρόμοιο τρόπο και οι Χριστιανοί αλλά και οι Μουσουλμάνοι Ρομ. Άλλους αγίους που λατρεύουν με ανάλογη λαμπρότητα είναι ο προφήτης Ηλίας, η Αγία Παρασκευή και η Αγία Μαρίνα. Τη λατρεία προς τους αγίους τη συνδυάζουν και με το ταξίδι, αφού συχνά πηγαίνουν σε προσκυνήματα, όπου συναντιώνται Ρομ από διάφορες περιοχές. Από τα πιο αγαπημένα τους προσκυνήματα είναι η Παναγία της Τήνου στις 15 Αυγούστου, ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος στην Εύβοια και Αη Συμιός στο Μεσολόγγι.

 

Ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία

Σχέσεις με τους μη Ρομ

 

Οι Ρομ της Ελλάδος αποτελούν μέρος της ελληνικής κοινωνίας αλλά, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, διατηρούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που οφείλονται είτε στην ιστορία τους είτε στον διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της ζωής τους είτε στις συνήθειες που έχουν αποκτήσει ή ακόμη και από τον τρόπο με τον οποίο τους βλέπουν οι κοινωνίες των μη Ρομ της Ελλάδα. Όπως πολλές φορές επισημαίνεται, όταν γίνεται αναφορά στους Ρομ, δεν είναι δυνατό να υπάρξει για ό,τι ειπωθεί γι αυτούς κάτι κοινό, γιατί τα πάντα που τους αφορούν χαρακτηρίζονται από ποικιλία. Γι’ αυτό και οι σχέσεις της κοινωνίας των Ελλήνων μη Ρομ με τους Ρομ δε χαρακτηρίζονται από ομοιομορφία ούτε διαχρονικά ούτε συγχρονικά. Οι διάφοροι μύθοι πάντως που αναφέρονται σ’ αυτούς, τα διάφορα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα, οι διάφορες παραδόσεις αλλά και οι σύγχρονες πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση των Ρομ στην Ελλάδα., ο ρατσιστικός και μη ρατσιστικός λόγος διάφορων φορέων θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουν διαμορφώσει στην ελληνική κοινωνία αμφιθυμικά στερεότυπα και ανάλογες συμπεριφορές. Έτσι την ίδια στιγμή που ο Έλληνας μη Ρομ θα μιλήσει με θαυμασμό για την επιδεξιότητα του Ρομ (γύφτου) μουσικού ή τη θαυμάσια φωνή του γύφτου τραγουδιστή ή για την ομορφιά της ανέμελης ζωής που ζουν οι «Τσιγγάνοι» ή η εξυπνάδα με την οποία χειρίζονται τις εμπορικές συναλλαγές, την ίδια στιγμή μπορεί να κατηγορήσει κάποιον ως «γύφτο» γιατί είναι τσιγκούνης ή βρόμικος, την ίδια στιγμή μπορεί να τους κατηγορήσει ως κλέφτες, ως εγκληματίες και ακόμη ως απατεώνες. Προς την κατεύθυνση αυτή του αμφιθυμικού χαρακτήρα στερεοτύπων συνέβαλε και η άρρητη για πάρα πολλά χρόνια πολιτική του επίσημου ελληνικού κράτους, το οποίο πριν την ανάληψη πρωτοβουλιών από την Ενωμένη Ευρώπη για την υποστήριξη των Ρομ της Ευρώπης δε φαίνεται ποτέ να απασχολήθηκε σε επίπεδο νομοθετικό με την τύχη και την συμπεριφορά των Ρομ. Γενικά πάντως σε επίπεδο φαντασιακό η ελληνική κοινωνία βλέπει τους Ρομ με μια ρομαντική συμπάθεια ή και με κάποιο οίκτο για τον τρόπο της ζωής τους, σε επίπεδο πραγματιστικό η αντιμετώπισή τους είναι γενικά αρνητική, θεωρούνται ότι είναι κλέφτες, βρόμικοι, τεμπέληδες, εγκληματίες κτλ. Γι’ αυτό οι κοινωνίες των μη Ρομ δε θέλουν να κατοικούν κοντά τους και γι’ αυτό συχνά βλέπουμε δημοσιεύματα που μιλούν για συγκρούσεις τοπικών κοινωνιών για την εγκατάσταση Ρομ στην περιοχή τους. Πολύ συχνά στις διαμάχες αυτές εμπλέκεται και τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία φαίνεται τις περισσότερες φορές να έχει μια αρνητική ή έστω επιφυλακτική στάση. Αναφέρω παρακάτω μερικά παραδείγματα κρίσεων που ξέσπασαν στα τέλη της δεκαετίας του 90 σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και αφορούν διώξεις Ρομ.

α) Στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης το 1997 ο Δήμος ζήτησε να φύγουν από πρόχειρο καταυλισμό, στον οποίο είχαν εγκατασταθεί 3.500 Ρομ, ενώ ζούσαν εκεί επί 30 χρόνια. Για να τους αναγκάσει σε αποχώρηση ο Δήμος έκλεισε όλες τις δημόσιες βρύσες από τις οποίες προμηθεύονταν νερό.

β) Την ίδια χρονιά ο Δήμος Τρικάλων γκρέμισε παραπήγματα 20 περίπου οικογενειών που είχαν εγκατασταθεί στις περιοχές του εργοστασίου Agroviz.

γ) Ζητήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 90 από το Δήμο Αλικαρνασσού και τη Νομαρχία Ηρακλείου να εκδιωχθούν 500 Ρομ , γιατί θεωρήθηκε ότι ο οικισμός αποτελούσε εστία μόλυνσης.

δ) Το καλοκαίρι του 1996 η Αστυνομία εισέβαλε αυθαίρετα στους καταυλισμούς των Ρομ, στον Ασπρόπυργο, στα Λιόσια και στο Χαλάνδρι.

ε) Τον Ιούλιο του 1997 η Αστυνομία μετά από πρόσκληση του Δήμου Αγ. Παρασκευής ισοπέδωσε 28 παραπήγματα Ρομ που βρίσκονταν στην περιοχή Πευκάκια της Αγ. Παρασκευής.

Τα επεισόδια και οι συμπεριφορές αυτού του τύπου λιγόστεψαν τα τελευταία χρόνια, γιατί και η τοπική αυτοδιοίκηση και η ελληνική πολιτεία έχουν γίνει πιο ευαίσθητες στο θέμα των Ρομ, λόγω κυρίως της δράσης αντιρατσιστικών οργανώσεων, δικτύων υποστήριξης τους και της ίδιας της Ε.Ε. που με αποφάσεις της υποστηρίζει σημαντικά το θέμα των Ρομ.

Ο χώρος στον οποίο παραμένουν οι επιφυλάξεις της κοινωνίας των μη Ρομ απέναντι στους Ρομ είναι ο χώρος του σχολείου, στον οποίο αναγκάζονται να συνυπάρχουν Ρομ με μη Ρομ. Εκεί αναπτύσσεται ένας ιδιότυπος ρατσισμός, τον οποίο καλείται το σχολείο να τον αμβλύνει, αν δεν μπορεί να τον εξαφανίσει πλήρως.

 

Η προσφορά τους στην Ελλάδα

 

Οι Ρομ ζώντας ανάμεσα σε άλλους λαούς, πάντα ως μειονότητα, και προσπαθώντας να έρθουν σε επαφή με αυτούς τους λαούς για την επιβίωσή τους ήταν φυσικό να δανειστούν αρκετά στοιχεία από τη γλώσσα τους, την τέχνη τους, τις καθημερινές συνήθειές τους και γενικότερα τον πολιτισμό τους, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται πολλές διαφορές στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά μεταξύ των διαφόρων ομάδων Ρομ που ζουν στις διάφορες χώρες του κόσμου. Εκτός από τα στοιχεία που δανείστηκαν, αρκετά ήταν και τα στοιχεία που έδωσαν και δίνουν στους λαούς με τους οποίους συμβίωσαν και/ή συμβιώνουν. Όσον αφορά τους Έλληνες Ρομ από τα στοιχεία που αναφέρονται στις διάφορες ιστορικές και δημοσιογραφικές πηγές φαίνεται ότι έχουν προσφέρει στον εθνικό τομέα αλλά πολλά περισσότερα στον καλλιτεχνικό και στον οικονομικό τομέα, αλλά και στην κοσμοθεωρία του μέσου Έλληνα μη Ρομ.

α) Πολλοί από τους Ρομ οι οποίοι είχαν πολιτογραφηθεί προπολεμικά (Ρωμιόγυφτοι) συμμετείχαν στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες κατά των Γερμανών.

β) Στον καλλιτεχνικό τομέα προσέφεραν τα μέγιστα στη διατήρηση και διάδοση του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού μέσω της εκτέλεσής του σε γάμους και πανηγύρια. Πολλοί από αυτούς απέκτησαν από παλιά ικανότητα σε ορισμένα μουσικά όργανα (ζουρνάς, κλαρίνο, βιολί, λαούτο, ντέφι), με τα οποία κάλυπταν τη μουσική επένδυση των παλαιών δημοτικών τραγουδιών και διασκέδαζαν τον πληθυσμό. Στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία για πολλά χρόνια οι πλανόδιοι οργανοπαίκτες ήταν αποκλειστικά Ρομ. Σήμερα έχουν εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα συνεχίζοντας να προσφέρουν διασκέδαση αλλά και ταυτόχρονα να διαδίδουν το δημοτικό ελληνικό τραγούδι. Στη σημερινή εποχή έχουν αναδειχτεί και μεμονωμένοι Ρομ τραγουδιστές, οι οποίοι είτε εκτελούν με χαρακτηριστικό «ρόμικο» τρόπο γνωστά λαϊκά τραγούδια ή δημιουργούν δικά τους σε ελληνική γλώσσα αλλά και σε ρομανί.

γ) Στον οικονομικό τομέα έχουν προσφέρει παλιά σε επαγγελματικούς τομείς, όπως σιδεράδες, χαλκωματάδες, γανωτήδες, καλαθοπλαίκτες, έμποροι ζώων, καρποσυλλέκτες. Στα νεότερα χρόνια με το πλανόδιο εμπόριο εξυπηρετούν κυρίως ανθρώπους που βρίσκονται μακριά από εμπορικά κέντρα και αδυνατούν να προμηθευτούν διάφορα προϊόντα. Με την περισυλλογή παλαιών υλικών συμβάλλουν στη μείωση των άχρηστων αντικειμένων και στην οικολογική ανάπτυξη.

 

 

Πίσω