ΟΙ ΡΟΜ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

 

Καταγωγή, ιστορία και πολιτισμός

 

Η καταγραφή της ιστορίας των Ρομ αποτελεί για τους ιστοριογράφους και τους ασχολούμενους με το θέμα ακόμη και σήμερα -και παρά τις τεράστιες προόδους που έχουν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή τον τελευταίο αιώνα- ένα ζητούμενο. Και ο λόγος είναι απλούστατος: οι Ρομ αποτελούν ένα σύνολο πληθυσμών που ζούσε και ζει σε κατάσταση πλήρους προφορικής παράδοσης. Ό,τι γνωρίζουμε για το παρελθόν των Ρομ προέρχεται από κάποια γραπτά που αναφέρονται έμμεσα ή και ευκαιριακά σ’ αυτούς αλλά και από τις έρευνες που έχουν γίνει πάνω στη γλώσσα τους. Η μέχρι στιγμής λοιπόν γλωσσολογική καταρχήν και δευτερευόντως ιστορική έρευνα έχει φτάσει να ξεκαθαρίσει κάποιους μύθους και κάποιες ιστορικές παραδόσεις που αναφέρονται στους τόπους καταγωγής τους και στην πορεία που ακολούθησαν μέσα στο χρόνο. Υφίστανται όμως ακόμη πολλά θέματα που αφορούν την καταγωγή τους και την ιστορία τους που παραμένουν αδιευκρίνιστα. Ορισμένοι από τους μύθους και τις παραδόσεις αυτές τους θεωρούσαν απόγονους του Κάιν, άλλοι τοποθετούσαν ένα μέρος τουλάχιστον από αυτούς, τους Γύφτους, ως τόπο  καταγωγή τους την Αίγυπτο, άλλοι τη Ρουμανία κ.ά.

Μόλις στα τέλη του 18ου αι οι γλωσσολόγοι ανακάλυψαν την ινδική καταγωγή της  γλώσσας των Ρομ, της ρομανί ή ρομανές, και υπέθεσαν με γλωσσολογικά κριτήρια την έναρξη της μεταναστευτικής τους πορείας. Η ρομανί βρέθηκε ότι μοιάζει στο λεξιλόγιο και τη μορφολογία με τη σανσκριτική και με γλωσσικές μορφές που χρησιμοποιούνται στη βόρεια Ινδία, όπως τα χίντι, τα νεπάλι, την παντζάμπι κ.ά. Σήμερα λοιπόν θεωρείται βέβαιο ότι οι Ρομ με τις διάφορες ονομασίες που τους δόθηκαν και τους δίνονται κατά περιοχή (Τσιγγάνοι, Γύφτοι, Σίντι, Καλό, Μανούς κ.ά.) προέρχονται από την περιοχή της δυτικής Ινδίας και πιο συγκεκριμένα από την πεδιάδα του Σιντ, στα βορειοδυτικά της Ινδίας και ότι άρχισαν να εγκαταλείπουν  αυτήν την περιοχή γύρω στα 1000 μ.Χ. Σύμφωνα με τις απόψεις ορισμένων ιστορικών υπάρχει και ένα διάστημα προϊστορίας, θα μπορούσε να πει κανείς, που αφορά τις μετακινήσεις των ομάδων των Ρομ. Αυτή η προϊστορία τοποθετείται μεταξύ 3ου και 10ου μ.Χ. αι., περίοδος κατά την οποία ορισμένοι πληθυσμοί από τα βόρεια της Ινδίας μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν, αρχικά για οικονομικούς αλλά αργότερα και για πολιτικούς λόγους,  στην Περσία και έζησαν εκεί αρχικά υπό περσική και αργότερα υπό αραβική εξουσία και διαμόρφωσαν με την πάροδο του χρόνου μια πληθυσμιακή ομάδα με διαφορετικά από τον υπόλοιπο πληθυσμό πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Πολλά μέλη αυτής της πληθυσμιακής ομάδας, καθώς και άτομα από τη βόρεια  Ινδία, άρχισαν να μεταναστεύουν  γύρω στο 1000 μ.Χ. προς τα βορειοδυτικά. Υπάρχουν και απόψεις που υποστηρίζουν πως κάποια ομάδα κινήθηκε προς τα νοτιοανατολικά. Ως πρώτος σταθμός της μετανάστευσης   των Ρομ προς τα βορειοδυτικά αναφέρεται η Αρμενία, όπου φαίνεται ότι η διαμονή τους υπήρξε μακρόχρονη. Σύμφωνα με πληροφορίες Ρομ εμφανίζονται στην Κωνσταντινούπολη γύρω στα μέσα του 11ου αι. μ.Χ. και τους αποδίδεται η ονομασία «Αθίγγανοι», γιατί ταυτίστηκαν από τη χριστιανική Εκκλησία  με μια γνωστή στο Βυζάντιο αίρεση, τους Αθίγγανους.

Το Βυζάντιο αλλά και αργότερα η Οθωμανική Αυτοκρατορία γίνεται ο χώρος όπου μεταναστεύουν μετακινούμενοι μεγάλοι πληθυσμοί Ρομ. Εγκαθίστανται επίσης για μεγάλα ή και μικρά διαστήματα σε πολλές περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας που σήμερα είναι ελληνικές. Αφού έμειναν αρκετά χρόνια στα Βαλκάνια, κάποιες ομάδες άρχισαν να μετακινούνται προς τη δυτική και τη βόρεια Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια του 15ου αι. μ.Χ. εμφανίζονται αρχικά στη Γερμανία και την Ουγγαρία, όπου ο αυτοκράτορας Σιγισμούνδος τους έδωσε επιστολές προστασίας για να μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα σε διάφορες περιοχές της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας χωρίς προβλήματα από τους μηχανισμούς ασφαλείας των χωρών που επισκέπτονταν.

Χρησιμοποιώντας αυτές τις επιστολές είτε άλλες που κατάφεραν να αποκομίσουν από άλλους βασιλιάδες, ακόμη και από τον ίδιο τον Πάπα, και προφασιζόμενοι πολλές φορές τους προσκυνητές κατάφεραν να περάσουν σε περιοχές της σημερινής Γαλλίας (1419), στην Ολλανδία (1420), στις Βρυξέλλες (1420)  και στο Παρίσι (1427). Διασχίζοντας από βορρά προς νότο τις γαλλικές περιοχές έφτασαν σε περιοχές της Ισπανίας γύρω στα μέσα του 15ου αι., ενώ στις αρχές του 16ου αι. εμφανίστηκαν και σε περιοχές της Πορτογαλίας. Κατά τη διάρκεια του 16ου αι., αφού όλα τα κράτη της νότιας και κεντρικής Ευρώπης είχαν δεχτεί πληθυσμούς των Ρομ, οι μετακινήσεις τους άρχισαν να κατευθύνονται προς τη βόρεια Ευρώπη. Στις αρχές λοιπόν του 16ου αι. εμφανίστηκαν στη Σκωτία (1505) και στην Αγγλία (1514) και προς το τέλος του ίδιου αιώνα στην Ουαλία (1579). Τον ίδιο αιώνα εμφανίστηκαν και σε άλλες χώρες της βόρεια Ευρώπης, όπως στη Ρωσία, στη Δανία (1505), στη Σουηδία (1512), στη Νορβηγία (1544), στη Φιλανδία (1584), στην Εσθονία και την  Πολωνία. Η διασπορά των Ρομ σε όλη την Ευρώπη φαίνεται  να ολοκληρώνεται στα τέλη του 16ου αι., ενώ στις αρχές του 18ου αι. Ρομ εμφανίστηκαν και στις ασιατικές περιοχές της Ρωσίας επιχειρώντας μάλιστα να περάσουν και στην Κίνα.

Η διασπορά των Ρομ στην Ευρώπη μπορεί να ολοκληρώθηκε  στα τέλη του 16ου αι., αλλά οι μεγάλες μετακινήσεις τους συνεχίστηκαν και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας και οφείλονται σε διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν κατά κύριο λόγο με ρατσιστικές συμπεριφορές που επιδεικνύονται είτε από τα επίσημα όργανα του κράτους μέσα στα όρια του  οποίου ζουν είτε από τους πολίτες με τους οποίους συμβιώνουν αλλά δευτερευόντως οφείλονται και στη θέλησή τους για καλύτερες συνθήκες ζωής. Λόγοι λοιπόν ρατσιστικής συμπεριφοράς εκ μέρους του επίσημου κράτους οδήγησαν ορισμένες ομάδες Ρομ της Ισπανίας και της Γαλλίας να καταφύγουν το 17ο αι. στη Βόρεια Αμερική, ορισμένες ομάδες Ρομ της Πορτογαλίας την ίδια εποχή να καταφύγουν στην Αγκόλα, στο Πράσινο Ακρωτήριο και στη Βραζιλία. Την ίδια εποχή ορισμένες ομάδες Ρομ από τη Σκωτία αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην  Τζαμάικα για να εργαστούν στις φυτείες. Αργότερα, τον 20ο αι. πολλές οικογένειες Ρομ της Ευρώπης μετανάστευσαν με τη θέλησή τους στις Η.Π.Α., στον Καναδά, στην Αργεντινή και τη Χιλή, όπου έζησαν και ζουν οι απόγονοί τους με παρόμοιο τρόπο που ζουν και οι Ρομ της Ευρώπης, εξασκούν περίπου τα ίδια επαγγέλματα και παρουσιάζουν παρόμοιες κοινωνικές συμπεριφορές.

Στο εσωτερικό της Ευρώπης παρουσιάστηκαν τους τελευταίους αιώνες μεγάλες μεταναστεύσεις Ρομ. Οι πιο πολλές όμως μεταναστεύσεις παρουσιάστηκαν τον 20ο αι. και κυρίως πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους αλλά και μετά την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Οι μεγαλύτερες μεταναστεύσεις την εποχή αυτή παρουσιάστηκαν από την πρώην Γιουγκοσλαβία προς  περιοχές της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας, ενώ μικρότερες  μεταναστεύσεις είχαμε από την Ουγγαρία και τη Ρουμανία προς τη Γαλλία και από την  Πορτογαλία στην Ισπανία.

Όλες αυτές οι μεταναστεύσεις και οι μετακινήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε στο κεφάλαιο αυτό –μικρές ή μεγάλες, ακούσιες ή εκούσιες- δημιούργησαν στους Ρομ και ένα εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο που αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της ταυτότητάς τους: το ταξίδι. Είναι το σημαντικό στοιχείο γύρω από το οποίο και με βάση το οποίο οργανώνεται η κοινωνική και οικονομική ζωή τους.

 

Ανάμεσα στους άλλους

 

Οι Ρομ σήμερα, εγκαταστημένοι ή μετακινούμενοι, είναι διασκορπισμένοι συνήθως σε συμπαγείς ομάδες σε όλον τον κόσμο. Παρά τις κάποιες επιδράσεις που δέχτηκαν από τους διάφορους λαούς που ήρθαν ή/και έρχονται σε επαφή, κρατούν πολλά από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποτελούν μια ομάδα αναφοράς για τους μη Ρομ και να αντιμετωπίζονται με διάφορους τρόπους τόσο από τους απλούς πολίτες όσο και από τους επίσημους τοπικούς ή κρατικούς φορείς της χώρας που ζουν.

Η αντιμετώπισή των Ρομ στις διάφορες χώρες, από τον 11ο αι. που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους αρχικά στην ανατολική Ευρώπη και αργότερα στην κεντρική και δυτική Ευρώπη και πολύ αργότερα στην Αμερική, δεν ήταν καλή, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, από τις λίγες πληροφορίες που έχουμε από αγιολογικά κείμενα, δε φαίνεται να υπήρξε ιδιαίτερα κακή αντιμετώπιση ούτε από το λαό ούτε από τους κρατικούς φορείς, αν και στιγματίστηκαν από την Εκκλησία λόγω των μαγικών ικανοτήτων που διατείνονταν πως έχουν  και λόγω της ένταξής τους από την Εκκλησία στην αίρεση των Αθιγγάνων. Ο νομαδικός τρόπος ζωής τους  και οι πολιτισμικές τους διαφορές από την υπόλοιπη βυζαντινή κοινωνία δεν αποτέλεσαν ικανά στοιχεία για να τους διακρίνουν προφανώς λόγω του χαρακτήρα της κοινωνίας της εποχής και λόγω της δομής του βυζαντινού κράτους. Αυτήν την ουδέτερη που θα μπορούσε να πει κανείς αντιμετώπιση είχαν οι Ρομ και από τους κατοίκους της περιοχής που σήμερα βρίσκεται η Ελλάδα, όταν γύρω στο 14ο αι. πέρασαν και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν.

Η εμφάνιση των Ρομ στην κεντρική και τη δυτική Ευρώπη αρχικά δημιούργησε μια έκπληξη στους πολίτες λόγω κυρίως του μελαμψού τους χρώματος και της νομαδικής τους ζωής. Η έκπληξη αυτή μετατράπηκε λίγο αργότερα σε μια επιφυλακτική αντιμετώπιση, η οποία δεν παρουσιάζει κάποια σταθερότητα αλλά ποικίλλει ανάλογα με το βαθμό ενόχλησης που προκαλούν στους λαούς, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων που προτίθενται να εγκατασταθούν σε μια περιοχή και ανάλογα ακόμη με τις ανάγκες για κάποιες εργασίες που μόνο οι Ρομ μπορούσαν να εκτελέσουν (σιδηρουργοί, μουσικοί, στρατιωτικοί κ.ά.). Αρχικά δημιουργήθηκε ένα κλίμα αρνητικό εναντίον τους από τις τοπικές κοινωνίες, από τις επαγγελματικές συντεχνίες και την Εκκλησία. Οι τοπικές κοινωνίες μη μπορώντας να κατανοήσουν αυτήν τη διαφορετικότητα στη γλώσσα, στην ενδυμασία και στον τρόπο ζωής δημιούργησαν την εικόνα του άγριου νομάδα που έχει μαγικές ικανότητες και είναι πηγή ασθενειών. Στη δημιουργία αυτής της εικόνας συνετέλεσαν και οι χρονικογράφοι της εποχής, οι οποίοι τους παρουσίαζαν σαν εξωτικά όντα με μαγικές ικανότητες, μαλλιαρούς και αγριάνθρωπους. Οι επαγγελματικές συντεχνίες αρνούνταν να τους δεχτούν στις οργανώσεις τους με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να ασκούν παράνομα το επάγγελμά τους. Τέλος, τόσο η καθολική όσο και η προτεσταντική Εκκλησία τους χαρακτήριζαν ειδωλολάτρες και τους καταδίωκαν με διάφορους τρόπους (αφορισμούς, εκδιώξεις κ.ά.).

 Μέσα σε αυτό το αρνητικό κλίμα για τους Ρομ που δημιουργήθηκε από τις τοπικές κοινωνίες, τις επαγγελματικές συντεχνίες και την Εκκλησία αναγκάστηκαν και οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και οι κυβερνήσεις να παίρνουν μέτρα απόρριψής τους και εκδίωξής τους από τους χώρους της δικαιοδοσίας τους. Από τα μέσα του 15ου έως και το 19ο αι. οι Ρομ γνώριζαν συνεχώς την απόρριψη σχεδόν από όλα τα κράτη της δυτικής Ευρώπης (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, Ισπανία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σουηδία) και εκδιώκονταν με διάφορες κατηγορίες από τις χώρες αυτές με ποινή το θάνατο ή την κάθειρξη σε καταναγκαστικά έργα. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε όλο αυτό το διάστημα και η καθολική Εκκλησία, η οποία κατά καιρούς εξέδιδε γι’ αυτούς καταδικαστικές αποφάσεις. Το περιεχόμενο των αποφάσεων και η όλη αντιμετώπιση δείχνουν πως μοναδικός σκοπός των κυβερνήσεων και της Εκκλησίας ήταν η πλήρης εξαφάνιση των Ρομ.

Αλλά αν από τα μέσα του 15ου αι. έως και τον 19ο επιχειρήθηκε απλώς η εξαφάνισή τους, τον 20ο αι. επιχειρήθηκε η πλήρης και παντελής εξαφάνισή τους από τις κυβερνήσεις διαφόρων χωρών της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Αποκορύφωμα αυτής της επιχείρησης ήταν αυτό που συνέβη στη ναζιστική Γερμανία μεταξύ 1937 και 1941, όπου μεγάλος αριθμός Ρομ θανατώθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γεμανίας (Άουσβιτς-Μπιρκενάου, Μαουτχάουζεν, Γκούζεν κ.ά.), της Πολωνίας και της Σοβιετικής Ένωσης με το αιτιολογικό ότι θέτουν σε κίνδυνο την καθαρότητα του αίματος του γερμανικού έθνους. Στα στρατόπεδα αυτά είχαν σταλεί προηγουμένως Ρομ από την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των δολοφονηθέντων με οποιοδήποτε τρόπο ή εξαφανισθέντων Ρομ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ανήλθε στον αριθμό των 400 με 500 χιλιάδων ατόμων.

Από τη δεκαετία του 1950, εποχή κατά την οποία άρχισε να αναπτύσσεται μια ανθρωπιστική και φιλάνθρωπη ιδεολογία, άρχισε να μεταστρέφονται οι κυβερνήσεις των κρατών της Ευρώπης και της Αμερικής προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης των Ρομ στις εντόπιες κοινωνίες, πολιτική που άρχισε να βρίσκει την πραγμάτωσή της στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Τσεχοσλοβακία κ.ά.) αμέσως μετά τον πόλεμο και στις χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Στο πλαίσιο αυτό έγιναν και γίνονται διάφορες ενέργειες και αναλαμβάνονται δράσεις από διακυβερνητικούς και κυβερνητικούς φορείς, οι οποίες αποσκοπούν στην αναγνώριση της ιδιαιτερότητας του πολιτισμού των Ρομ, στην πολιτική τους χειραφέτηση, στη μόνιμη εγκατάστασή τους, στη στέγαση, στην εξασφάλιση πολιτικών δικαιωμάτων και στην εκπαίδευση των παιδιών των Ρομ.

Για την πραγμάτωση και το συντονισμό των ενεργειών και των δράσεων που αναλαμβάνονται από τις διάφορες χώρες συνέβαλαν τα μέγιστα από τη δεκαετία ήδη του 1970 οι διεθνείς οργανισμοί. Ο πρώτος διεθνής οργανισμός που ασχολήθηκε με το ζήτημα των Ρομ ήταν το Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο ήδη το 1969, με τη σύσταση 563, έδωσε έμφαση στην καταγραφή της κατάστασης των Ρομ όσον αφορά τη στέγασή τους, την εκπαίδευσή τους, τα προβλήματα διάκρισης που αντιμετωπίζουν κτλ. Ακολούθησαν το 1977 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, το 1984 η Ευρωπαϊκή Ένωση και το 1991 η Συνδιάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, που ψήφισαν κείμενα και υιοθέτησαν πολιτικές υποστήριξης των Ρομ. Τα κείμενα αυτά και οι πολιτικές πολλαπλασιάστηκαν τα επόμενα χρόνια και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ελήφθησαν αποφάσεις για συγκεκριμένες δράσεις υποστήριξης των Ρομ (μέτρα για το σεβασμό των δικαιωμάτων τους, επεξεργασία προγραμμάτων για τη βελτίωση της ζωής τους, δημιουργία δικτύου μεταξύ των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης στους οποίους είναι εγκαταστημένοι Ρομ, προσκλήσεις για συμμετοχή εκπροσώπων των οργανωμένων Ρομ στις διάφορες διασκέψεις, παροχή οικονομικής βοήθειας, έγκριση μεγάλων χρηματικών ποσών για υλοποίηση δράσεων σχετικών με τη σχολική εκπαίδευση των παιδιών των Ρομ, παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού, πληροφόρηση και κατάρτιση).

Μετά από δέκα αιώνες, λοιπόν, αρνητικής αντιμετώπισης των Ρομ από τους μη Ρομ αλλά και από τους κρατικούς φορείς, αντιμετώπιση που έφθασε και στην παραλίγο εξαφάνισή τους, σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει αρκετά όσον αφορά τουλάχιστον τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζουν τα επίσημα κρατικά όργανα. Στο επίπεδο όμως του απλού μη Ρομ πολίτη η επιφυλακτική αντιμετώπιση παραμένει χωρίς όμως να έχει τα βίαια χαρακτηριστικά του παρελθόντος. 

 

 

Η γλώσσα ρομανί

 

Ρομανί ή ρομανές αποκαλείται το σύνολο των γλωσσικών μορφών που χρησιμοποιούν οι Ρομ στη μεταξύ τους επικοινωνία. Πρόκειται για ένα σύνολο γλωσσικών μορφών που έχουν προφανώς τη ρίζα τους σε μια ευρύτερη γλωσσική μορφή, η οποία, όπως έδειξαν οι γλωσσολογικές έρευνες προήλθε από λαϊκά ιδιώματα, τα οποία είχαν μεγάλη σχέση με γλωσσικές μορφές που χρησιμοποιούνταν γύρω στο 10 αι. μ. Χ. σε περιοχές της βόρειας Ινδίας (σανσκριτικά, χίντι, νεπάλι, παντζάμπι κ.ά.).

Μια γλώσσα, η οποία δεν καλλιεργήθηκε ποτέ στο γραπτό λόγο και που οι ομιλητές της ήρθαν και έρχονται σε επαφή με ομιλητές άλλων και πολλών γλωσσών και που στη μακρόχρονη πορεία της αναγκάστηκε να δανειστεί λέξεις που δήλωναν νέα και ποικίλα πολιτισμικά στοιχεία, είναι εντελώς φυσικό να δεχτεί επιδράσεις και να τις ενσωματώσει στο κύριο σώμα της αρχικής γλωσσικής μορφής. Και αυτό έγινε σε όλα τα επίπεδα, στο φωνητικό, φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό και κυρίως στο λεξιλογικό. Γλώσσες από τις οποίες δανείστηκε πολλά στοιχεία η ρομανί μέχρι το 15ο αι. είναι η περσική, η αρμενική, η ρουμανική και η ελληνική. Από το 15ο αι. και μετά επηρεάζεται αρκετά από την τουρκική, τη γαλλική, τη γερμανική, την αγγλική, την ισπανική και τη ρωσική γλώσσα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο του έντονου δανεισμού της γλώσσας και της συχνής μετακίνησης των ομιλητών δεν είναι δυνατό να γίνει μια ασφαλής διάκριση των διαλέκτων της ρομανί. Κι’ αυτό γιατί δεν είναι δυνατό να δοθεί μια γεωγραφική κατανομή διαλέκτων της ρομανί, γιατί μπορεί στην ίδια περιοχή να ζουν άτομα προερχόμενα από τη Ρουμανία με άτομα προερχόμενα από Τουρκία κτλ. Μερικές από τις γλωσσικές μορφές που αναφέρονται στη βιβλιογραφία είναι παρακάτω:    

α) η διάλεκτος «βλαχ» (διάλεκτος του Δούναβη), η οποία χρησιμοποιείται από Ρομ που ζουν στα Βαλκάνια, στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη,

β) η διάλεκτος των Μανούς της Γαλλίας,

γ) η διάλεκτος των Καλό της Ισπανίας,

δ) η αγγλορομανί, η οποία χρησιμοποιείται από ομάδες Ρομ που ζουν στη Μ. Βρετανία,

ε) η διάλεκτος των Σίντο, η οποία χρησιμοποιείται από Ρομ που ζουν στη Γερμανία και Ιταλία,

στ) η διάλεκτος Μποσά, η οποία χρησιμοποιείται από Ρομ που ζουν στην Αρμενία,

ζ) η διάλεκτος των Καλντεράς, η οποία χρησιμοποιείται από Ρομ που ζουν σε περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας και σε περιοχές της δυτικής Ευρώπης,

η ) η διάλεκτος σουομορομανί, η οποία χρησιμοποιείται από Ρομ που ζουν στη Φιλανδία.

Ένας μεγάλος αριθμός Ρομ που ξεπερνά το 50% του συνόλου δε χρησιμοποιεί πλέον τη ρομανί αλλά μόνο τη γλώσσα της χώρας ή της περιοχής στην οποία ζει και δραστηριοποιείται. Οι υπόλοιποι που χρησιμοποιούν τη ρομανί σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, είναι δίγλωσσοι ή και τρίγλωσσοι. Η ρομανί εκτός από κώδικας για τη μεταξύ των ομιλητών της επικοινωνία επιτελεί και ορισμένες λειτουργίες οι οποίες σχετίζονται είτε με τις μεταξύ των Ρομ κοινωνικές και άλλες σχέσεις είτε μεταξύ των Ρομ και των μη Ρομ. Σε σχέση με τους ίδιους τους Ρομ η ρομανί επιτελεί μια λειτουργία «αναγνωριστική» θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς, αφού μέσω αυτής επιδιώκεται η αναγνώριση της εθνοτικής, φυλετικής και κοινωνικής σχέσης των επικοινωνούντων: Όσες περισσότερες γλωσσικές ομοιότητες διαπιστώνονται και τονίζονται μεταξύ των επικοινωνούντων τόσο πιο μεγάλη είναι η εθνοτική, φυλετική σχέση και η συνακόλουθη κοινωνική προσέγγιση, όσο πιο πολλές γλωσσικές διαφορές διαπιστώνονται και τονίζονται στην επικοινωνία τόσο πιο μεγάλη  είναι η εθνοτική, φυλετική  διαφορά και τόσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική απόσταση που τους χωρίζει ή που πρέπει να τους χωρίζει.

Στην περίπτωση αυτή η γλώσσα χρησιμοποιείται καθαρά για τη διαμόρφωση ή τη μη διαμόρφωση κοινωνικών σχέσεων. Σε σχέση με το μη Ρομ η ρομανί επιτελεί και μια λειτουργία «προστατευτική» θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς, αφού μπορεί να συζητά με τον ομοεθνή του χωρίς να τον καταλαβαίνει ο μη Ρομ.

Από αυτήν την τεράστια ποικιλία των γλωσσικών μορφών στις οποίες έγινε αναφορά παραπάνω επιχειρείται τα τελευταία τριάντα χρόνια να προκύψει μια τρόπον τινά «κοινή γραπτή ρομανί», η οποία θα σέβεται τις υπαρκτές γλωσσικές μορφές. Οι προσπάθειες αυτές ευοδώθηκαν καταρχήν το 1990 στη σύσκεψη του Jadwish της Βαρσοβίας, όπου υιοθετήθηκε ένα αλφάβητο για τη γραπτή μορφή της ρομανί. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες που παρουσιάζει η κωδικοποίηση μιας κοινής ρομανί οι αρμόδιοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ορισμένοι επιστήμονες που κινούνται προς την κατεύθυνση της κωδικοποίησης της ρομανί είναι αισιόδοξοι ότι μπορεί αυτή να πραγματοποιηθεί.

 

 

Πίσω